- στρηνιώ
- -άω, Α1. ζω ακόλαστα, ασωτεύω2. υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῆνος «αλαζονεία, ύβρις» + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἀνιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρηνιῶ — στρηνιάω run riot pres imperat mp 2nd sg στρηνιάω run riot pres subj act 1st sg (attic epic ionic) στρηνιάω run riot pres ind act 1st sg (attic epic ionic) στρηνιάω run riot imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρηνιάζω — Α στρηνιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρηνιῶ + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
καταστρηνιώ — καταστρηνιῶ, άω (Α) φέρομαι υβριστικά, ακόλαστα σε κάποιον («ὅταν γὰρ [αἱ χῆραι] καταστρηνιάσωσι τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στρηνιῶ «ασωτεύω, ακολασταίνω»] … Dictionary of Greek